Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
πρωτοκεράτωψ — ωπος, ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων δεινοσαύρων που ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις τού ανώτερου κρητιδικού στην έρημο Γκόμπι τής Μογγολίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protoceratops (< πρωτ[ο] * + κεράτωψ)] … Dictionary of Greek
Κοζλόφ, Πιοτρ Κουζμίτς — (Pyotr Kuzmich Kozlov, Σμολένσκ 1863 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1935). Ρώσος εξερευνητής. Συμμετείχε σε πολλές αποστολές της χώρας του. Το 1899 1901 οδήγησε μια αποστολή στον άνω ρου των ποταμών Χουανχέ, Γιανγκτσέ και Μεκόνγκ, όπου… … Dictionary of Greek
Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… … Dictionary of Greek
Τζενγκίς Χαν ή Τζιγγίς Χαν — (;1167 – περίχωρα του Νινγκ Χσια, Χσι Χσια 1227). Ηγεμονικός τίτλος που έδωσαν στον Τμουτζίν οι πιστοί οπαδοί του. Ο T., γιος του ευγενούς Γεσουγκέι Μπα’ατούρ, θεωρείται ο μεγαλύτερος Ασιάτης στρατηλάτης. Ορφανός σε ηλικία 10 ετών, μπήκε… … Dictionary of Greek
Τουρκεστάν — ή Τουρκιστάν). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ασίας, οι κάτοικοι της οποίας μιλούν ιδιώματα του τουρκικού γλωσσικού κορμού. Εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα στα Δ, έως την έρημο Γκόμπι στα Α και ορίζεται στα Ν από τις ορεινές αλυσίδες Κοπέτ… … Dictionary of Greek